ανεφάρμοστος

ανεφάρμοστος
η , ο [ος , ον ]
1) неприменённый, неосуществлённый; 2) неприменимый, неосуществимый, неприложимый (на практике); 3) неприлаженный, неприспособленный; неподогнанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανεφάρμοστος" в других словарях:

  • ανεφάρμοστος — η, ο αυτός που δεν έχει εφαρμοστεί ή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η. λ. μαρτυρείται στον ποιητή Π. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • ανεφάρμοστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εφαρμόστηκε ή δεν μπορεί να εφαρμοστεί: Οι προτάσεις σου είναι εντυπωσιακές, αλλά ανεφάρμοστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξωπραγματικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα, ο φανταστικός 2. ο μη εφαρμόσιμος, ο ανεφάρμοστος, ο ανέφικτος …   Dictionary of Greek

  • στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»